- κουφέτο
- το(λ. ιταλ.), ζαχαρόπηκτο μικρού μεγέθους που περικλείνει αμύγδαλο, ηδύποτο κ.ά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουφέτο — το (Μ κουφέτο και κουφέττο) 1. μικρό και σκληρό ζαχαρωτό που περιέχει αμύγδαλο ή φουντούκι και προσφέρεται συνήθως σε γάμους και βαφτίσια 2. χάπι και γενικά κάθε ζαχαρόπηκτο που περιέχει φάρμακο ή άλλη ουσία δυσάρεστη στη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Annita Pania — Annita Pania, born in 1970, is a controversial Greek television hostess.Before presenting her first dating show Το Χρυσό Κουφέτο ( To Hriso Koufeto ), she was a teacher of French language and a songwriter. Some of Panias s mottos have made their… … Wikipedia
κομπανία — και κουμπανία, η (Μ κομπανία και κουμπανία και κουμπάνια) συντροφιά, όμιλος, ομάδα, παρέα νεοελλ. 1. λαϊκό μουσικό ή θεατρικό συγκρότημα 2. εταιρεία μσν. 1. συμμορία 2. λόχος στρατιωτών 3. η Καταλανική Εταιρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compagnia < … Dictionary of Greek
μπομπόνι — το κουφέτο, κυρίως, αλλά και διάφορα άλλα είδη ζαχαρωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bonbon, με διπλασιασμό από το επίθ. bon «καλός»] … Dictionary of Greek
ζαχαράτο — το κουφέτο, καραμέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)